- λοξοδρόμος
- λοξοδρόμος, -ον (Μ)αυτός που τρέχει λοξά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. ιστιο-δρόμος, κοσμο-δρόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοξόδρομος — η, ο αυτός που έχει λοξή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + δρόμος (πρβλ. μονό δρομος, στενό δρομος] … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
λοξοδρομώ — έω και άω 1. προχωρώ λοξά εκτρεπόμενος από την ευθεία 2. παραστρατώ, παίρνω τον κακό δρόμο 3. ναυτ. πλέω κατά λοξοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] … Dictionary of Greek